- ταλιαμάς
- και νταλιαμάς, ο, Νναυτ. το πρόσθιο μέρος τής στείρας τών πλοίων, αυτό που βρίσκεται στην περιοχή τής ίσαλης γραμμής και σχίζει το νερό, αλλ. τάλκης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tagliamare «ξύλο τής πλώρης»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νταλιαμάς — ο βλ. ταλιαμάς … Dictionary of Greek
φάλκης — Μυθικό πρόσωπο. Ηρακλείδης, γιος του Τημένου και αδελφός της Υρνηθώς. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Παυσανία, οι αδελφοί του δολοφόνησαν τον πατέρα τους και ο ίδιος την αδελφή τους, στη διάρκεια της σύγκρουσης με το σύζυγό της Δηιφόντη για την… … Dictionary of Greek